phonemic$60208$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

phonemic$60208$ - translation to ελληνικό

PHENOMENON IN PHONOLOGY
Phonemic differentiation; Phonemic split; Phonemic merger; Vowel merger; Vowel reduction (phonology); Phonetic merger; Merger (phonology); Phonemic drift; Unconditioned sound change; Unconditioned merger; Sound merger; Phonological merger; Phonological split

phonemic      
adj. φωνητικός

Ορισμός

paraphasia
[?par?'fe?z??]
¦ noun Psychology speech disturbance in which words are jumbled and sentences meaningless, resulting from brain damage.
Derivatives
paraphasic adjective

Βικιπαίδεια

Phonological change

In historical linguistics, phonological change is any sound change that alters the distribution of phonemes in a language. In other words, a language develops a new system of oppositions among its phonemes. Old contrasts may disappear, new ones may emerge, or they may simply be rearranged. Sound change may be an impetus for changes in the phonological structures of a language (and likewise, phonological change may sway the process of sound change). One process of phonological change is rephonemicization, in which the distribution of phonemes changes by either addition of new phonemes or a reorganization of existing phonemes. Mergers and splits are types of rephonemicization and are discussed further below.